χειμαρρογενής

χειμαρρογενής
-ές, Ν
αυτός που προκλήθηκε από χείμαρρο («χειμαρρογενείς διαβρώσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείμαρρος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ιζηματο-γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ανδ. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”